- αγλαόκολπος
- ἀγλαόκολπος, -ον (Α)(για γυναίκες) αυτή που φοράει φόρεμα με κομψές πτυχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + κόλπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγλαόκολπον — ἀγλαόκολπος masc/fem acc sg ἀγλαόκολπος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)